τετραμηνιαῖος

τετραμηνιαῖος
τετρα-μηνιαῖος, von vier Monaten, vier Monate dauernd

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τετραμηνιαίος — α, ο / τετραμηνιαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και τετραμηναῑος, αία, ον, Μ αυτός που διαρκεί τέσσερεις μήνες («τετραμηνιαίους σπονδὰς ἐποιήσαντο», Διόδ.) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραμηνιαῑον χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών, τετράμηνο αρχ. (για έμβρυο)… …   Dictionary of Greek

  • τετραμηνιαίος — α, ο τετράμηνος, η, ο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τετραμηνιαίου — τετραμηνιαῖος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραμηνιαίους — τετραμηνιαῖος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραμηναίος — αία, ον, Μ βλ. τετραμηνιαίος …   Dictionary of Greek

  • τετραμηνιακός — ή, όν, Μ [τετράμηνος] τετραμηνιαίος …   Dictionary of Greek

  • τετραμηνιαίαν — τετραμηνιαίᾱν , τετραμηνιαῖος fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”